remunerative$69071$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

remunerative$69071$ - translation to ελληνικό

COMPENSATION THAT ONE RECEIVES IN EXCHANGE FOR THE WORK OR SERVICES PERFORMED
Remunerate; Compensation systems; Remunerative; Emolument; Renumeration; Nominal sum; Employment compensation; Remuneration Report; Remuneration package; Emoluments

remunerative      
adj. ανταμειπτικός, επικερδής

Ορισμός

remuneration
n.
1) to offer remuneration
2) to accept remuneration
3) remuneration for

Βικιπαίδεια

Remuneration

Remuneration is the pay or other financial compensation provided in exchange for an employee's services performed (not to be confused with giving (away), or donating, or the act of providing to). A number of complementary benefits in addition to pay are increasingly popular remuneration mechanisms. Remuneration is one component of reward management. In the UK it can also refer to the automatic division of profits attributable to members in a Limited Liability Partnership (LLP).